... Ετυμολογία των Χημικών Στοιχείων

Βασική πηγή: Κώστα Παπαζήση: Τα ονόματα των χημικών στοιχείων, εκδ. Σαβάλλας.



 άζωτο, Ν: προέρχεται από το γαλλικό azote, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις α- στερητικό + ζωή. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο χημικό A. Lavoisier το 1775, επειδή το στοιχείο αυτό δε μπορεί να συντηρήσει τη ζωή αφού δεν είναι χρήσιμο στην αναπνοή.
  Το διεθνές του σύμβολο προέρχεται από την αγγλική του ονομασία nitrogen (= νιτρογόνο), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις νίτρον + γεννώ, η οποία δηλώνει την παρουσία αυτού του στοιχείου στο ορυκτό νίτρο.

αϊνσταΐνιο, Es: προέρχεται από το νεολατινικό einsteinium, που προήλθε από το επίθετο του Γερμανού φυσικού A. Einstein, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε έτσι αυτό το τεχνητό στοιχείο το 1952, προϊόν πυρηνικής δοκιμής.
ακτίνιο, Ac: προέρχεται από το νεολατινικό actinium, που παράγεται από την αρχαία λέξη η ακτίς, γενική της ακτίνος. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο A. Debierne το 1899, επειδή το στοιχείο αυτό δημιουργεί ακτινωτές ανταύγειες στο σκοτάδι λόγω της έντονης ραδιενέργειας που εκπέμπει.
αμερίκιο, Am: προέρχεται από το νεολατινικό americium, που προήλθε από την America, ονομασία της ηπείρου που δόθηκε από το όνομα του Ιταλού εξερευνητή Amerigo (Vespucci), ο οποίος ανακάλυψε ότι δεν επρόκειτο για τις Ινδίες, όπως πίστευε ο Χρ. Κολόμβος. Αυτό το τεχνητό στοιχείο ονομάστηκε έτσι από τους Αμερικανούς G. Seaborg, R. James, L. Morgan και A. Giorso το 1944 προς τιμήν της ηπείρου τους, επειδή στον περιοδικό πίνακα στοιχείων βρίσκεται κάτω ακριβώς από το στοιχείο ευρώπιο (βλ.λ.).
άνθρακας, C: προέρχεται από την αρχαία λέξη ο άνθραξ, γενική του άνθρακος.
 Το διεθνές του σύμβολο προέρχεται από την αγγλική λέξη carbon, που προήλθε από τη γαλλική carbone, ονομασία που έδωσε το 1789 ο Γάλλος χημικός A. Lavoisier και παράγεται από τη λατινική carbo, γενική carbonis (= κάρβουνο).
αντιμόνιο, Sb: προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό antimonium, που προήλθε πιθανόν από τον αμάρτυρο τύπο *athimodium, που παράγεται από το αραβικό al-ithmid, που προήλθε από το αρχαίο το στίμμι και αυτό από τη λέξη η στίμμις, σκόνη για βαφή των ματιών, που προήλθε από το αραβικό śdm.
αργίλιο ή αλουμίνιο, Al: η πρώτη ονομασία προέρχεται από την αρχαία λέξη άργιλ(λ)ος, που προήλθε πιθανόν από το επίθετο αργός (= λαμπρός, στιλπνός), και δόθηκε σ’ αυτό το στοιχείο, επειδή περιέχεται μέσα στην άργιλο, δηλ. στον πηλό. Η δεύτερη ονομασία προέρχεται από το νεολατινικό aluminium, που προήλθε από το λατινικό alumen (= στυπτηρία, όξινο άλας) και δόθηκε από τον Άγγλο χημικό H. Davy το 1810, επειδή πίστευε ότι αυτό το στοιχείο περιέχεται στην ουσία στυπτηρία.
αργόν, Ar: προέρχεται από το νεολατινικό argon, που προήλθε από την αρχαία λέξη αργός, που προέρχεται από το α-εργός (= αδρανής), σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + έργον. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους Άγγλους Rayleigh και W. Ramsay το 1894, για να δηλωθεί η χημική αδράνεια αυτού του στοιχείου.
άργυρος, Ag: προέρχεται από την αρχαία λέξη άργυρος, που προέρχεται πιθανόν από το επίθετο αργός (= λευκός, στιλπνός) και έχει κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα με το λατινικό argentum (= άργυρος, ασήμι).
αρσενικό, As: προέρχεται από την αρχαία λέξη αρσενικόν, σημιτικής προέλευσης (με παρετυμολογική επίδραση του επιθέτου αρσενικός).
ασβέστιο, Ca: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη ασβέστιον, παράγωγο της αρχαίας φράσης άσβεστος (τίτανος), όπου το επίθετο άσβεστος είναι σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + σβέννυμι (= σβήνω), ενώ τίτανος είναι ένα είδος λευκής σκόνης.
  Το διεθνές του σύμβολο προέρχεται από το νεολατινικό calcium, που προήλθε από τη λατινική λέξη calx, γενική calcis (= ασβέστης), ονομασία που δόθηκε από τον Άγγλο H. Davy το 1808.
άστατο, At: προέρχεται από την αγγλική λέξη astatine, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο άστατος, σύνθετο από τις λέξεις α- στερητικό + στατός (από το ρήμα ίστημι = στέκομαι). Η ονομασία αυτή δόθηκε σ’ αυτό το χημικό στοιχείο από τους Αμερικανούς D. Corson, K. Mackenzie και E. Serge το 1940, για να δηλωθεί η χημική του αστάθεια.
άφνιο, Hf: προέρχεται από το νεολατινικό hafnium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Hafnia (= Κοπεγχάγη). Η ονομασία αυτή δόθηκε από τον Ολλανδό D. Coster και τον Ουγγροσουηδό G. Hevesy το 1923, επειδή το στοιχείο αυτό το ανακάλυψαν κατά την εργασία τους στο εργαστήριο του χημικού Bohr στην Κοπεγχάγη.
βανάδιο, V: προέρχεται από το νεολατινικό vanadium, που προήλθε από το σκανδιναβικό Vanadis, επίθετο της θεάς της ομορφιάς Freya. Ονομάστηκε έτσι από τον N. Sefstrom το 1830, επειδή ανακαλύφθηκε στη Σουηδία και οι ενώσεις του παρουσιάζουν ποικιλία όμορφων αποχρώσεων.
βάριο, Ba: προέρχεται από το νεολατινικό barium, που προήλθε από την αρχαία λέξη βάρος. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο χημικό H. Davy το 1808, επειδή το παρήγαγε από το ορυκτό που λεγόταν βαρίτης ή βαρύτης ή βαρυτίτης.
βηρύλλιο, Be: προέρχεται από την ελληνιστική λέξη βηρύλλιον (απ’ όπου και το λατινικό beryllus), που  προήλθε από το ινδικό veruliya και αυτό από το veluriya, παράγωγο του ονόματος Velur, πόλης στην Ινδία με εμπόριο πολύτιμων λίθων.
βισμούθιο, Bi: προέρχεται από το αγγλικό bismuth, που προήλθε είτε α) από το αρχαίο γερμανικό bismut είτε β) από το νεολατινικό bisemutum, ονομασία που έδωσε ο Γερμανός Bauer γύρω στα 1530 και προέρχεται πιθανόν από τη γερμανική λέξη weissmuth (= λευκή μάζα).
βολφράμιο, W: προέρχεται από το γερμανικό wolfram, που προήλθε πιθανόν από τις λέξεις wolf (= λύκος) + ram (= καπνιά, ακαθαρσία). Ονομάστηκε έτσι, επειδή είναι μέταλλο κατώτερης αξίας, από τη λέξη αυτή με την οποία οι Γερμανοί μεταλλωρύχοι ονόμαζαν περιφρονητικά παρόμοια μέταλλα.
βόριο, B: προέρχεται από το αγγλικό boron, που προήλθε από συνδυασμό των λέξεων bor(ax) (= βόρακας) + (carb)on (= κάρβουνο), από τος οποίες η πρώτη προέρχεται από την αραβική buraq (= ορυκτό άλας) και η δεύτερη από τη λατινική carbo, γεν. carbonis (= άνθρακας). Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο H. Davy το 1808, επειδή το στοιχείο αυτό το παρήγαγε από το ορυκτό βόρακα και επιπλέον γιατί παρουσιάζει ομοιότητα ιδιοτήτων με τον άνθρακα.
βρώμιο, Br: προέρχεται από το γαλλ. brome ή bromine, που προήλθε από το ελληνιστικό βρόμος ή βρώμος (= δυσωδία) και ονομάστηκε έτσι λόγω της δυσάρεστης οσμής που αναδύει αυτό το χημικό στοιχείο.
γαδολίνιο, Gd: προέρχεται από το νεολατινικό gadolinium, που προήλθε από το επίθετο του J. Gadolin, Φιλανδού χημικού, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε έτσι αυτό το χημικό στοιχείο από το Γάλλο P. L. de Boisbaudran το 1886.
γάλλιο, Ga: προέρχεται από το νεολατινικό gallium, που προήλθε από το λατινικό α) Gallus (= Γάλλος) ή β) gallus (= πετεινός). Ονομάστηκε έτσι το 1875 είτε α) προς τιμήν της Γαλλίας, επειδή ανακαλύφθηκε από το Γάλλο P. Lecoq de Boisbaudran, είτε β) ως απόδοση στα λατινικά του ονόματος αυτού του χημικού, το οποίο στα γαλλικά σημαίνει πετεινός (le coq = ο πετεινός).
γερμάνιο, Ge: προέρχεται από το νεολατινικό germanium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Germania. Αυτό το στοιχείο ονομάστηκε έτσι από τον Γερμανό C. Winkler το 1886 προς τιμήν της πατρίδας του.
δημήτριο, Ce: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του νεολατινικού cerium, που προήλθε από τη λέξη Ceres, όνομα αστεροειδούς, που προέρχεται από το λατινικό όνομα Ceres, θεάς της γεωργίας, αντίστοιχης με τη θεά Δήμητρα. Ονομάστηκε έτσι από τους Σουηδούς J. Berzelius και W. Hisinger το 1803, με αφορμή το όνομα του αστεροειδούς Ceres που είχε ανακαλυφθεί λίγο πριν, το έτος 1801.
δυσπρόσιο, Dy: προέρχεται από το νεολατινικό dysprosium, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο δυσπρόσιτος, σύνθετο από τις λέξεις δυσ- + προσιτός. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο P. de Boisbaudran το 1886, επειδή το στοιχείο αυτό δεν είναι εύκολο να απομονωθεί.
έρβιο, Er: προέρχεται από το νεολατινικό erbium, που προήλθε από το *ytt-erbium, παράγωγο από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1843, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
ευρώπιο, Eu: προέρχεται από το νεολατινικό europium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Ευρώπη. Ονομάστηκε έτσι από τον E. Demarcay το 1901, προς τιμήν της ηπείρου του, της Ευρώπης.
ζιρκόνιο, Zr: προέρχεται από το νεολατινικό zirconium, που προήλθε από το γερμανικό Zirkon, αυτό από το γαλλικό jargon, αυτό από το ιταλικό giargone και αυτό από το περσικό zargun (= χρυσαφής). Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό M. Klaproth το 1789, επειδή ανακάλυψε αυτό το στοιχείο στον ζιρκονίτη, ο οποίος μοιάζει στη φωτεινότητα με το διαμάντι και ήταν γνωστός από την αρχαιότητα ως πολύτιμος λίθος.
ήλιο, He: προέρχεται από το νεολατινικό helium, που προήλθε από την αρχαία λέξη ήλιος. Ονομάστηκε έτσι από τους αστρονόμους P. Janssen και J. Lockyer το 1868, επειδή το ανακάλυψαν από τις καινούριες γραμμές που εμφάνιζε αυτό το στοιχείο επάνω στη φασματοσκοπική ανάλυση του ηλιακού φωτός.
θάλλιο, Tl: προέρχεται από το νεολατινικό thallium, που προήλθε από την αρχαία λέξη θαλλός (= βλαστάρι), παράγωγο του ρήματος θάλλω (= ανθίζω). Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο S. Crookes το 1861, επειδή παρατήρησε ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε πράσινες γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
θείο, S: προέρχεται από την αρχαία λέξη θείον, παράγωγο του ρήματος θύω (= βγάζω καπνό).
 Το διεθνές του σύμβολο προέρχεται από την αγγλική λέξη sulfur, η οποία είναι σανσκριτικής προέλευσης.
θόριο, Th: προέρχεται από το νεολατινικό thorium, που προήλθε από τη λέξη thoria (= οξείδιο του θορίου) και αυτή από το αρχαίο σκανδιναβικό όνομα Thorr, ο οποίος ήταν θεός του κεραυνού. Ονομάστηκε έτσι από τον J. Berzelius το 1828, επειδή το οξείδιο αυτού του στοιχείου το είχε απομονώσει από ένα ορυκτό που προερχόταν από τη Νορβηγία.
θούλιο, Tm: προέρχεται από το νεολατινικό thulium, που προήλθε από τη λέξη thulia (= οξείδιο του θουλίου) και αυτή από το λατινικό όνομα Thule ή Thyle (= Θούλη), της πιο βορεινής χώρας της Γης (πιθανόν να πρόκειται για την Ισλανδία ή τμήμα της Σκανδιναβίας), στην οποία κατάφερε να φθάσει το 300 π.Χ. ο τολμηρός γεωγράφος από τη Μασσαλία Πυθέας. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τον P. Cleve το 1879, επειδή κατάφερε να εκπληρώσει το στόχο του, δηλαδή να επιτύχει την απομόνωση του οξειδίου αυτού του στοιχείου.
ίνδιο, In: προέρχεται από το νεολατινικό indium, που προήλθε από το ισπανικό indigo (= το λουλακί χρώμα), αυτό από το λατινικό indicum (= το ινδικό, λουλάκι), που προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ινδικός, παράγωγο της λέξης Ινδία (προήλθε από το όνομα του ποταμού Ινδού, που ανάγεται στο αρχαίο περσικό hindu = ποταμός). Ονομάστηκε έτσι από τους F. Reich και T. Richter το 1863, επειδή παρατήρησαν ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε έντονες γαλάζιες, σαν να ήταν από λουλάκι, γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
ιρίδιο, Ir: προέρχεται από το νεολατινικό iridium, που προήλθε από την αρχαία λέξη ίρις (= ουράνιο τόξο), παράγωγο από το όνομα η Ίρις, γενική της Ίριδος, θεότητας που σχετιζόταν με το ουράνιο τόξο. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο χημικό S. Tenant το 1803, λόγω της ποικιλίας των χρωμάτων που παρουσιάζουν τα άλατα αυτού του στοιχείου.
ιώδιο, I: προέρχεται από τη γαλλική λέξη iodine, που προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ιώδης (= μοβ, μαβής), παράγωγο της λέξης το ίον (= μενεξές). Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο χημικό J. Gay Lussac το 1813, επειδή το στοιχείο αυτό παράγει ατμούς που έχουν το χρώμα του μενεξέ, δηλαδή ιώδεις.
κάδμιο, Cd: προέρχεται από το νεολατινικό cadmium, που προήλθε από την ελληνιστική φράση καδμεία (γη), που δήλωνε ένα είδος ορυκτού, και παράγεται από το αρχαίο όνομα Κάδμος, ο οποίος ήταν βασιλιάς της Θήβας. Ονομάστηκε έτσι από τον F. Stromeyer το 1817, επειδή ανακάλυψε αυτό το στοιχείο μέσα στο ορυκτό που ονομάζεται καδμεία γη.
καίσιο, Cs: προέρχεται από το νεολατινικό c(a)esium, που προήλθε από το λατινικό επίθετο caesius (= γαλάζιος, λαμπερός). Ονομάστηκε έτσι από τους R. Bunsen και G. Kirchhoff το 1860, επειδή παρατήρησαν ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε γαλάζιες γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
κάλιο, K: προέρχεται από το αραβικό al qali, που σημαίνει «η στάχτη φυτών», απ’ όπου προέρχεται και το λατινικό kalium. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το στοιχείο αυτό υπάρχει στις ουσίες που παράγονται από τις στάχτες φυτών. Επίσης, ονομάζεται στα νεολατινικά potassium < γερμ. Pottasche (= ποτάσσα) < Pott (= δοχείο) + Asche (= στάχτη).
καλιφόρνιο, Cf: προέρχεται από το νεολατινικό californium, που προήλθε από το αγγλικό όνομα California και αυτό από το όμοιο ισπανικό California (πιθανόν προέρχεται από τη φράση caliente fornella (= θερμός κλίβανος), επειδή η περιοχή αυτή έχει ζεστό κλίμα). Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι το 1950 από τους S. Thompson, K. Street, A. Giorso και G. Seaborg του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας προς τιμήν αυτής της πολιτείας των Η.Π.Α.
κασσίτερος, Sn: προέρχεται από την αρχαία λέξη κασσίτερος, που προήλθε πιθανόν από τον αμάρτυρο τύπο του ονόματος *kassitira (= Κασσίτες), λαός της Μεσοποταμίας.
 Το διεθνές σύμβολο του στοιχείου αυτού προέρχεται από το λατινικό του όνομα stannum.
κιούριο, Cm: προέρχεται από το νεολατινικό curium, που προήλθε από το επίθετο του ζεύγους των Γάλλων επιστημόνων P. και M. Curie. Ονομάστηκε έτσι από τους G. Seaborg, R. James και A. Giorso το 1944 προς τιμήν του ζεύγους Κιουρί, επειδή στον περιοδικό πίνακα βρίσκεται ακριβώς κάτω από το στοιχείο γαδολίνιο, το οποίο έχει πάρει την ονομασία του επίσης από το όνομα επιστήμονα.
κοβάλτιο, Co: προέρχεται από τη γερμανική λέξη cobalt, που προήλθε από το όνομα Kobolt, ενός μυθικού κακοποιού πνεύματος των ορυχείων. Ονομάστηκε έτσι από Γερμανούς εργάτες ορυχείων κατά το 16ο αι., επειδή τα μεταλλεύματα αυτού του στοιχείου, όταν θερμανθούν, αναδίδουν επικίνδυνες αναθυμιάσεις.
κρυπτόν, Kr: προέρχεται από την αγγλική λέξη krypton, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο κρυπτός, παράγωγο του ρήματος κρύπτω. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο χημικό W. Ramsay το 1898, επειδή η παρουσία του στοιχείου αυτού στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι τόσο ελάχιστη, ώστε δίνει την εντύπωση σαν να είναι κρυμμένο μέσα του.
λανθάνιο, La: προέρχεται από το νεολατινικό lanthanum, που προήλθε από το αρχαίο ρήμα λανθάνω (= κρύβομαι). Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1839, επειδή το οξείδιο του στοιχείου αυτού είναι κρυμμένο μέσα στα άλατα ενός άλλου στοιχείου, που λέγεται δημήτριο.
λευκόχρυσος, Pt: πρόκειται για σύνθετο, που προέρχεται από τις αρχαίες λέξεις λευκός + χρυσός.
 Το διεθνές σύμβολο αυτού του στοιχείου προέρχεται από τη νεολατινική του ονομασία platinum, που προήλθε από την ισπανική φράση platina (del Pinto), που σημαίνει «ασημικό (του Πίντο)», ονομασία που έδωσαν οι Ισπανοί στο μέταλλο αυτό το 1736, το οποίο βρέθηκε στον ποταμό Πίντο της Κολομβίας.
λίθιο, Li: προέρχεται από το νεολατινικό lithium, που προήλθε από την αρχαία λέξη λίθος. Ονομάστηκε έτσι από τον J. Arfvedson το 1817, επειδή ήθελε να τονίσει την ορυκτή προέλευση αυτού του στοιχείου, που ανήκει στα αλκάλια, σε αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα αλκάλια, τα οποία είναι φυτικής προέλευσης.
λουτήτιο, Lu: προέρχεται από το νεολατινικό lutetium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Lutetia (= Παρίσι). Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο G. Urbain το 1907, ο οποίος χρησιμοποίησε το λατινικό όνομα της πρωτεύουσας της χώρας του.
λορένσιο ή λωρένσιο, Lr: προέρχεται από το νεολατινικό lawrencium, που προήλθε από το επίθετο του Αμερικανού E. Lawrence, ο οποίος είναι ο εφευρέτης του κύκλοτρου. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τους A. Giorso, T. Sikkeland, A. Larsch και R. Latimer το 1961 προς τιμήν του επιστήμονα αυτού και ιδρυτή του εργαστηρίου τους στην Καλιφόρνια, το οποίο λέγεται Lawrence Radiation Laboratory.
μαγγάνιο, Mn: προέρχεται από τη γαλλική λέξη manganese, που προήλθε από την ιταλική manganese, αυτή από τη μεσαιωνική λατινική manganesa (με αναγραμματισμό του g και του n), η οποία παράγεται από τη λατινική magnesia και αυτή από την ελληνιστική φράση η μαγνησία (λίθος), που προέρχεται από την αρχαία φράση η μαγνήτις (λίθος), που παράγεται από το όνομα Μαγνησία, περιοχή της Θεσσαλίας, που προήλθε από τη λέξη ο Μάγνης, όνομα μακεδονικού λαού.
μαγνήσιο, Mg: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη magnesium, που προήλθε από τη λατινική magnesia, που παράγεται από την αρχαία φράση η μαγνήτις (λίθος), που παράγεται από το όνομα Μαγνησία, περιοχή της Θεσσαλίας, που προήλθε από τη λέξη ο Μάγνης, όνομα μακεδονικού λαού. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο H. Davy το 1808, επειδή το στοιχείο αυτό παρασκευάστηκε από την ουσία που ονομάζεται μαγνησία.
μεντελέβιο, Md: προέρχεται από το νεολατινικό mendelevium, που προήλθε από το επίθετο του Ρώσου χημικού D. Mendeleyev. Ονομάστηκε έτσι από τους A. Giorso, R. Harvey, G. Choppin, S. Thompson και G. Seaborg το 1955 προς τιμήν αυτού του Ρώσου χημικού και επινοητή του περιοδικού πίνακα στοιχείων.
μολυβδαίνιο, Mo: προέρχεται από τη νεολατινική λέξη molybdenum, που προήλθε από τη λατινική molybdaena, που αποτελεί μεταφορά της αρχαίας λέξης μολύβδαινα, παράγωγο της λέξης μόλυβδος. Ονομάστηκε έτσι από τον P. Hjelm το 1782, επειδή παρασκεύασε το στοιχείο αυτό από το οξείδιό του, το οποίο περιέχεται στο ορυκτό μολυβδαινίτης.
μόλυβδος, Pb: προέρχεται από την αρχαία λέξη μόλυβδος.
 Το διεθνές σύμβολο αυτού του στοιχείου προέρχεται από την λατινική του ονομασία plumbum.
μπερκέλιο, Bk: προέρχεται από το νεολατινικό berkelium, που προήλθε από το όνομα της αμερικανικής πόλης Berkeley στην Καλιφόρνια. Ονομάστηκε έτσι από τους S. Thompson, A. Giorso και G. Seaborg το 1949 προς τιμήν του τόπου, όπου βρίσκεται το πανεπιστήμιό τους, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα ακριβώς κάτω από το στοιχείο τέρβιο, το οποίο έχει πάρει την ονομασία του επίσης από μια πόλη.
νάτριο, Na: προέρχεται από το νεολατινικό natrium, που προήλθε από το γαλλικό natron, αυτό από το ισπανικό natron και αυτό από το αραβικό natrun ή nitrun, που προέρχεται από την αρχαία λέξη νίτρον, που είναι σημιτικής προέλευσης.
 Ονομάζεται, επίσης, στα νεολατινικά sodium από το μεσαιωνικό λατινικό soda, που προήλθε από το αραβικό suwwadah.
νεοδύμιο, Nd: προέρχεται από το νεολατινικό neodymium, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις νέος + δίδυμος. Ονομάστηκε έτσι από τον Αυστριακό C. von Welsbach το 1885, επειδή παρασκεύασε αυτό το στοιχείο από το οξείδιο που ονομάζεται διδύμιο.
νέον, Ne: προέρχεται από το νεολατινικό neon, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο νέος. Ονομάστηκε έτσι από τους Άγγλους W. Ramsay και M. Travers το 1898, επειδή όταν ανακαλύφτηκε αποτελούσε ένα νέο στοιχείο για τη σύσταση του ατμοσφαιρικού αέρα.
νικέλιο, Ni: προέρχεται από το σουηδικό nickel, που προήλθε από το γερμανικό (Kupfel)nickel, που σημαίνει «(χαλκός) του διαβόλου», σύνθετο από τις λέξεις Kupfel (= χαλκός) + Nickel, όνομα γερμανικής θεότητας. Ονομάστηκε έτσι από το Σουηδό A. Cronstedt το 1751, επειδή περιέχεται στο ορυκτό που οι Γερμανοί μεταλλωρύχοι αποκαλούσαν «χαλκό του διαβόλου», γιατί ενώ έμοιαζε με ορυκτό χαλκού δε μπορούσαν να παράγουν χαλκό από αυτό.
νιόβιο, Nb: προέρχεται από το νεολατινικό niobium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Νιόβη, η οποία ήταν κόρη του Ταντάλου, μυθικού βασιλιά της Φρυγίας. Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό H. Rose το 1844, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα ακριβώς κάτω από το στοιχείο ταντάλιο, το οποίο έχει πάρει την ονομασία του από το μυθικό αυτό βασιλιά.
νομπέλιο, No: προέρχεται από το νεολατινικό nobelium, που προήλθε από το όνομα του Σουηδού επιστήμονα A. Nobel. Ονομάστηκε έτσι από ομάδα επιστημόνων του Ινστιτούτου Νόμπελ της Στοκχόλμης το 1957 προς τιμήν του επιστήμονα αυτού.
ξένον, Xe: προέρχεται από το νεολατινικό xenon, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο ξένος. Ονομάστηκε έτσι από τους Άγγλους W. Ramsay και M. Travers το 1898, με τη σημασία «παράξενο, περίεργο», επειδή το στοιχείο αυτό ανακαλύφτηκε σε ελάχιστες ποσότητες μέσα στον ατμοσφαιρικό αέρα.
όλμιο, Ho: προέρχεται από το νεολατινικό holmium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Holmia (= Στοκχόλμη). Ονομάστηκε έτσι από τον P. Cleve το 1879, ο οποίος χρησιμοποίησε το λατινικό όνομα της πρωτεύουσας της Σουηδίας, επειδή απομόνωσε το οξείδιο του στοιχείου αυτού από το ορυκτό yttria, που βρέθηκε στη σουηδική πόλη Ytterby.
οξυγόνο, O: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του γαλλικού oxygène, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις οξύς + θέμα γεν- του ρήματος γίγνομαι (πβ. αόριστος β΄ εγενόμην). Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο χημικό Α. Lavoisier το 1777, επειδή νόμιζε ότι το στοιχείο αυτό αποτελούσε το βασικό συστατικό όλων των οξέων.
όσμιο, Os: προέρχεται από το νεολατινικό osmium, που προήλθε από την αρχαία λέξη οσμή, παράγωγο του ρήματος όζω (= μυρίζω). Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο S. Tennant το 1803 λόγω της άσχημης οσμής του οξειδίου του.
ουράνιο, U: προέρχεται από το νεολατινικό uranium, που προήλθε από το όνομα Uranus, πλανήτης που πήρε την ονομασία του από το αρχαίο όνομα Ουρανός, μυθικός θεός και σύζυγος της θεάς Γης. Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό Μ. Klaproth το 1789, επειδή λίγο πριν, το έτος 1781, είχε ανακαλυφθεί αυτός ο πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος.
παλλάδιο, Pd: προέρχεται από το νεολατινικό palladium, που προήλθε από το όνομα Pallas, αστεροειδής που πήρε την ονομασία του από την αρχαία λέξη η Παλλάς, γενική της Παλλάδος, επίθετο της θεάς Αθηνάς. Ονομάστηκε έτσι από τον W. Wollaston το 1803, επειδή λίγο πριν, το έτος 1802, είχε ανακαλυφθεί αυτός ο αστεροειδής.
πλουτώνιο, Pu: προέρχεται από το νεολατινικό plutonium, που προήλθε από το ελληνιστικό επίθετο πλουτώνιος, παράγωγο από το αρχαίο όνομα Πλούτων, θεός του κάτω κόσμου. Ονομάστηκε έτσι από τους Αμερικανούς G. Seaborg, E McMillan, J. Kennedy και Α. Wahl το 1941, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα αμέσως μετά τα στοιχεία ουράνιο και ποσειδώνιο, όπως ακριβώς και ο πλανήτης Πλούτωνας βρίσκεται στο ηλιακό μας σύστημα μετά τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα.
πολώνιο, Po: προέρχεται από το νεολατινικό polonium, που προήλθε από το μεσαιωνικό λατινικό όνομα Polonia, που προέρχεται από το πολωνικό Polska. Ονομάστηκε έτσι από την M. Curie το 1898 προς τιμήν της πατρίδας της.
ποσειδώνιο, Np: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του νεολατινικού neptunium, που προήλθε από το όνομα Neptune (= Ποσειδώνας), πλανήτης που πήρε την ονομασία του από το λατινικό όνομα Neptunus (= Ποσειδώνας), θεός της θάλασσας. Ονομάστηκε έτσι από τον E. McMillan γύρω στο 1940, επειδή το στοιχείο αυτό βρίσκεται στον περιοδικό πίνακα αμέσως μετά το στοιχείο ουράνιο, όπως ακριβώς και ο πλανήτης Ποσειδώνας βρίσκεται στο ηλιακό μας σύστημα αμέσως μετά τον πλανήτη Ουρανό.
πρασι(ν)οδύμιο, Pr: προέρχεται από το νεολατινικό praseodymium, σύνθετο από τις αρχαίες λέξεις πράσινος πράσιος) + δίδυμος. Ονομάστηκε έτσι από τον Αυστριακό C. von Welsbach το 1885, επειδή παρασκεύασε αυτό το στοιχείο από το οξείδιο που ονομάζεται διδύμιο και το νιτρικό άλας του έχει χρώμα πράσινο.
προμήθ(ε)ιο, Pm: προέρχεται από το νεολατινικό promethium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Προμηθεύς, μυθικός ήρωας, ο οποίος έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Ονομάστηκε έτσι από τους J. Marinsky, L. Glendenin και C. Coryell το 1947, επειδή το στοιχείο αυτό δημιουργείται μέσα στη «φωτιά» των πυρηνικών αντιδραστήρων.
πρωτακτίνιο, Pa: προέρχεται από το νεολατινικό protactinium, σύνθετο από το αρχαίο επίθετο πρώτος + νεολατινικό actinium (= ακτίνιο). Ονομάστηκε έτσι το 1916, με τη σημασία «πρώτο από το ακτίνιο», επειδή η διάσπαση του ισότοπου Pa-231 οδηγεί στο στοιχείο που ονομάζεται ακτίνιο.
πυρίτιο, Si: προέρχεται από την ελληνιστική φράση πυρίτης (λίθος), που προήλθε από την αρχαία λέξη το πυρ (= φωτιά). Η ονομασία αυτή αποτελεί απόδοση της αγγλικής λέξης silicon, όπως ονομάστηκε το στοιχείο αυτό από τον T. Thomson το 1831. Η λέξη αυτή προήλθε από τη λέξη silica, που δηλώνει το οξείδιο του πυριτίου και προέρχεται από τη λατινική λέξη silex, γενική silicis (= χαλίκι). Πρόσθεσε, μάλιστα, την κατάληξη -on, για να δηλώσει την αναλογία που υπάρχει σε αυτό το στοιχείο με τα στοιχεία άνθρακας και βόριο (αγγλικά: carbon και boron), τα οποία έχουν την ίδια κατάληξη.
ράδιο, Ra: προέρχεται από το νεολατινικό radium, που προήλθε από τη λατινική λέξη radius (= ακτίνα). Ονομάστηκε έτσι από το ζεύγος των Γάλλων επιστημόνων P. και M. Curie το 1898, επειδή το στοιχείο αυτό εκπέμπει ραδιενεργό ακτινοβολία.
ραδόνιο, Rn: προέρχεται από το αγγλικό radon, που παράγεται από το νεολατινικό radium, που προήλθε από τη λατινική λέξη radius (= ακτίνα). Ονομάστηκε έτσι το 1900, επειδή το ισότοπό του Rn-222 προέρχεται από τη διάσπαση του στοιχείου ραδίου, ενώ η κατάληξη -on είναι χαρακτηριστική για τα στοιχεία που ανήκουν στα ευγενή αέρια.
ρήνιο, Re: προέρχεται από το νεολατινικό rhenium, που προήλθε από το λατινικό όνομα Rhenus (= Ρήνος), ο οποίος είναι ποταμός της Γερμανίας. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τους W. Noddack, I. Tacke και O. Berg το 1925.
ρόδιο, Rh: προέρχεται από το νεολατινικό rhodium, που προήλθε από την αρχαία λέξη ρόδον (= τριαντάφυλλο). Ονομάστηκε έτσι από τον W. Wollaston το 1803, επειδή το στοιχείο αυτό εμφανίζει κόκκινο τριανταφυλλί χρώμα στα υδατικά διαλύματα των αλάτων του.
ρουβίδιο, Rb: προέρχεται από το νεολατινικό rubidium, που προήλθε από το λατινικό επίθετο rubidus (= κοκκινωπός), παράγωγο του ρήματος rubeo (= κοκκινίζω), που προέρχεται από το επίθετο ruber (= κόκκινος). Ονομάστηκε έτσι από τους R. Bunsen και G. Kirchhoff το 1861, επειδή παρατήρησαν ότι το στοιχείο αυτό εμφάνιζε κόκκινες γραμμές στη φασματοσκοπική του ανάλυση.
ρουθήνιο, Ru: προέρχεται από το νεολατινικό ruthenium, που προήλθε από το μεσαιωνικό λατινικό όνομα Ruthenia, η οποία είναι περιοχή της Ουκρανίας. Ονομάστηκε έτσι από τον G. Osann το 1828, επειδή ανακάλυψε αυτό το στοιχείο σε ορυκτά από λευκόχρυσο που προέρχονταν από την περιοχή αυτή που βρίσκεται στα Ουράλια Όρη.
σαμάριο, Sm: προέρχεται από το νεολατινικό samarium, που προήλθε από τη γαλλική λέξη samarskite, που δηλώνει το ορυκτό σαμαρσκίτης και προέρχεται από το επίθετο του Ρώσου στρατιωτικού M. Samarskij, ο οποίος ήταν μηχανικός σε ορυχεία. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι, επειδή βρίσκεται μέσα στο ορυκτό σαμαρσκίτης, στο οποίο είχε δοθεί αυτή την ονομασία προς τιμήν του Ρώσου αυτού μηχανικού.
σελήνιο, Se: προέρχεται από το νεολατινικό selenium, που προήλθε από την αρχαία λέξη σελήνη. Ονομάστηκε έτσι από τον J. Berzelius το 1818, επειδή οι ιδιότητες του είναι παρόμοιες με τις ιδιότητες του στοιχείου τελλούριο και, αφού αυτό οφείλει την ονομασία του στη λατινική λέξη tellus (= γη), έδωσε αντίστοιχα στο νέο στοιχείο ονομασία που προέρχεται από το φυσικό δορυφόρο της Γης.
σίδηρος, Fe: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προήλθε πιθανόν από τη λέξη σί(β)δη (= ροδιά), η οποία ανάγεται σε αμάρτυρο τύπο της προελληνικής λέξης *sida (= κόκκινος), εφόσον όμως η λέξη σίδηρος είχε την αρχική σημασία «κόκκινο μέταλλο».
 Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη λατινική του ονομασία ferrum.
σκάνδιο, Sc: προέρχεται από το νεολατινικό scandium, που προήλθε από τη λέξη scandia, που δηλώνει το οξείδιό του και προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό όνομα Scandia (= Σκανδιναβία). Ονομάστηκε έτσι, επειδή ανακαλύφθηκε μέσα στο ορυκτό scandia, στο οποίο είχε δοθεί αυτή η ονομασία γιατί προερχόταν από τη Σουηδία.
στρόντιο, Sr: προέρχεται από το νεολατινικό strontium, που προήλθε από το αγγλικό όνομα Strontian, που είναι οικισμός της Σκωτίας. Ονομάστηκε έτσι από τον A. Crawford το 1790, επειδή ανακάλυψε αυτό το στοιχείο μέσα  σε ένα ορυκτό, το οποίο προερχόταν από αυτόν τον οικισμό.
ταντάλιο, Ta: προέρχεται από το νεολατινικό tantalium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα Τάνταλος, μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας, του οποίου το αιώνιο μαρτύριο, που του επέβαλαν για τιμωρία οι θεοί στα Τάρταρα, ήταν να βρίσκεται μέχρι το λαιμό μέσα σε μια λίμνη, ενώ το νερό της αποσυρόταν κάθε φορά που προσπαθούσε να το πιεί. Ονομάστηκε έτσι από το Σουηδό χημικό A. Ekeberg το 1802, επειδή το στοιχείο αυτό αδυνατεί να αντιδράσει με ένα οξύ, όταν βυθίζεται σ’ αυτό, και να το απορροφήσει, όπως ακριβώς ο μυθικός ήρωας αδυνατούσε να πιει το νερό της λίμνης.
τελ(λ)ούριο, Te: προέρχεται από το νεολατινικό tellurium, που προήλθε από τη λατινική λέξη tellus, γενική telluris (= γη, έδαφος). Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό M. Klaproth το 1798, επειδή ήθελε να δηλώσει με αυτό τον τρόπο την ορυκτή, τη γήινη, προέλευση αυτού του στοιχείου.
τέρβιο, Tb: προέρχεται από το νεολατινικό terbium, που προήλθε από το *yt-terbium, παράγωγο από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1843, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
τεχνήτιο, Tc: προέρχεται από το νεολατινικό technetium, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο τεχνητός, παράγωγο της λέξης τέχνη. Ονομάστηκε έτσι από τους E. Serge και C. Perrier το 1937, επειδή το στοιχείο αυτό ήταν το πρώτο που παρασκευάστηκε τεχνητά από τον άνθρωπο.
τιτάνιο, Ti: προέρχεται από το νεολατινικό titanium, που προήλθε από το αρχαίο όνομα ο Τιτάν, γενική του Τιτάνος, όπως ονομάζονταν τα πανίσχυρα μυθικά παιδιά του θεού Ουρανού και της θεάς Γης. Ονομάστηκε έτσι από το Γερμανό M. Klaproth το 1795, επειδή το στοιχείο αυτό εμφανίζει εξαιρετική αντοχή, όπως ήταν η αντοχή και η δύναμη των μυθικών Τιτάνων.
υδράργυρος, Hg: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις το ύδωρ (γενική του ύδατος) + άργυρος.
 Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από την απόδοσή του στα λατινικά ως hydrargyrum. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το στοιχείο αυτό μοιάζει με τον άργυρο στο χρώμα του αλλά βρίσκεται σε υγρή, ρευστή, κατάσταση. Επίσης, ονομάστηκε από τους αλχημιστές κατά τον 6ο αι. μ.Χ. mercury, από το λατινικό όνομα Mercurius, αγγελιαφόρος θεός των Ρωμαίων αντίστοιχος του θεού Ερμή, επειδή χρησιμοποιούσαν το σύμβολο του πλανήτη Ερμή για να δηλώσουν το στοιχείο αυτό.
υδρογόνο, H: αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της γαλλικής λέξης hydrogène, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις το ύδωρ (γενική του ύδατος) + θέμα γεν- του ρήματος γίγνομαι (πβ. αόριστος β΄ εγενόμην). Ονομάστηκε έτσι από τον Γάλλο A. Lavoisier το 1783, επειδή ήθελε να δηλώσει ότι από αυτό το στοιχείο μπορεί να παραχθεί το νερό.
υττέρβιο, Yb: προέρχεται από το νεολατινικό ytterbium, που προήλθε από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1878, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
ύττριο, Y: προέρχεται από το νεολατινικό yttrium, αυτό από τη λέξη yttria, είδος γαίας, που προήλθε από το όνομα της σουηδικής πόλης Ytterby. Ονομάστηκε έτσι από τον C. Mosander το 1843, επειδή στην πόλη αυτή βρέθηκε το ορυκτό γαδολινίτης, από το οποίο είχε απομονωθεί η γαία yttria, μέσα στην οποία περιέχεται αυτό το στοιχείο.
φέρμιο, Fm: προέρχεται από το νεολατινικό fermium, που προήλθε από το επίθετο του Ιταλο-αμερικανού E. Fermi, πυρηνικός φυσικός, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε έτσι το 1952 αυτό το τεχνητό στοιχείο, προϊόν πυρηνικής δοκιμής.
φθόριο, F: προέρχεται από την αρχαία λέξη φθορά, παράγωγο του ρήματος φθείρω (= καταστρέφω).
 Η ονομασία αυτή προτάθηκε από τον Γάλλο A. Ampere το 1810, για να δηλωθεί η δραστικότητα αυτού του στοιχείου, επικράτησε όμως το αγγλικό fluorine, γαλλικό fluor, που προήλθαν από το λατινικό ρήμα fluo (= ρέω), και δηλώνουν την ιδιότητα του στοιχείου αυτού να μετατρέπει σε ρευστές τις μεταλλουργικές σκωρίες.
φράνκιο, Fr: προέρχεται από το νεολατινικό francium, που προήλθε από το γαλλικό όνομα France (= Γαλλία), παράγωγο του λατινικού Francus (= Γάλλος), που προήλθε από το αρχαίο γερμανικό Frank. Το στοιχείο αυτό ονομάστηκε έτσι από τη Γαλλίδα M. Perey το 1939 προς τιμήν της πατρίδας της.
φώσφορος, P: πρόκειται για αρχαία λέξη, σύνθετη από τις λέξεις φως + φέρω, απ’ όπου προέρχεται και το λατινικό phosphorus. Η ονομασία αυτή επικράτησε γύρω στα 1680 λόγω της χαρακτηριστικής ιδιότητας αυτού του στοιχείου να φεγγοβολεί στο σκοτάδι μετά από έκθεσή του στο φως.
χαλκός, Cu: πρόκειται για αρχαία λέξη.
 Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη λέξη cyprum (πβ. αγγλικά copper), που προήλθε από τη λέξη cyprium και αυτή από τη λατινική φράση (aes) cyprium, που σημαίνει «(χαλκός) κυπριακός», παράγωγο του ονόματος Cyprus, που προέρχεται από το αρχαίο όνομα Κύπρος, νησί στο οποίο υπήρχε από την αρχαιότητα εκτεταμένη εξόρυξη αυτού του μετάλλου.
χλώριο, Cl: προέρχεται από την αγγλική λέξη chlorine, που προήλθε από το αρχαίο επίθετο χλωρός. Ονομάστηκε έτσι από τον Άγγλο H. Davy το 1810, επειδή το στοιχείο αυτό έχει πρασινοκίτρινο χρώμα, όπως τα χλωρά φύλλα και χόρτα.
χρυσός, Au: πρόκειται για αρχαία λέξη, που έχει σημιτική προέλευση.
 Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη λατινική του ονομασία aurum.
χρώμιο, Cr: προέρχεται από το νεολατινικό chromium, που προήλθε από την αρχαία λέξη χρώμα. ονομάστηκε έτσι Αυτό το χημικό στοιχείο, που ανακαλύφθηκε από τον N. Vauqkelin το 1797, ονομάστηκε έτσι λόγω της ποικιλίας των αποχρώσεων που δημιουργούν οι ενώσεις του.
ψευδάργυρος, Zn: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις ψευδής + άργυρος.
 Το διεθνές σύμβολό του προέρχεται από τη νεολατινική του ονομασία zincum, που προήλθε από την ιταλική λέξη zinco και αυτή από τη γερμανική Zink (πβ. τσίγκος).